- ἐπικούριοι
- ἐπικούριοςsuccouringmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἐπικούριοι — Ἐπικούριος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικούριος — ἐπικούριος, ον (Α) [επίκουρος] (ως επώνυμο θεών) αυτός που βοηθά, συντρέχει («Ἀπόλλων ἐπικούριος», «θεοὶ ἐπικούριοι» κ.λπ.) … Dictionary of Greek